καταθορυβώ

καταθορυβώ
rahatsız etmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταθορυβώ — (Α καταθορυβῶ, έω) νεοελλ. δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο νεοελλ. αρχ. κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τόν αναστατώνω αρχ. ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει …   Dictionary of Greek

  • καταθορυβώ — καταθορύβησα, καταθορυβήθηκα, καταθορυβημένος 1. κάνω πολύ θόρυβο: Οι μαθητές καταθορυβούν στον επάνω όροφο. 2. κάνω κάποιον να ανησυχήσει: Καταθορυβήθηκε η κυβέρνηση από τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • καταθροώ — καταθροῶ, έω (AM) καταθορυβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)] …   Dictionary of Greek

  • καταθρυλώ — καταθρυλῶ, έω (Α) καταθορυβώ* …   Dictionary of Greek

  • περισαλεύω — Α 1. σαλεύω, κουνώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα 2. μτφ. κλονίζω, καταθορυβώ κάποιον («οὐδὲν τούτων τὸν πατριάρχην περιεσάλευσε», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

  • προκαταταράσσω — Α καταταράζω, καταθορυβώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταταράσσω «ταράζω πάρα πολύ, αναστατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκλονώ — συγκλονῶ, έω, ΝΑ κλονίζω, σείω συθέμελα, συνταράσσω (α. «ισχυρός σεισμός συγκλόνησε την πόλη» β. «οἷον ἀπὸ πελάγευς συγκλονέουσα νέας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. μτφ. καταθορυβώ, συγκλονίζω αρχ. 1. επιφέρω σύγχυση, προξενώ ταραχή σε συνωθούμενο πλήθος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”